- βαθιόριζος
- -η, -οαυτός που έχει βαθιές ρίζες: Ο πλάτανος είναι βαθιόριζο δέντρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαθύριζος — βαθύριζος, η, ο και βαθιόριζος, η, ο που έχει ρίζες οι οποίες εισχωρούν βαθιά στο έδαφος, ο ριζωμένος βαθιά: Ο βαθύριζος πλάτανος ήταν τεράστιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)